Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

DUUUUU BIST DAS SCHÖNSTE KIND VON ALLEN



Τὸ παρὸν ἄρθρο ἔχει γραφτεῖ καὶ δημοσιευθεῖ γιὰ ψυχαγωγικοὺς σκοποὺς καὶ ὁ συγγραφέας δὲν εὐθύνεται γιὰ τυχούσες ἐφαρμογὲς τῶν γραφομένων στὴν ζωή.

Φαινόταν μία κανονικὴ νύχτα στὴ Μάνη. Οἱ γονεῖς μου συνήθιζαν καὶ οἱ δύο νὰ βγαίνουν καὶ νὰ μένω μόνος μου στὸ σπίτι. Πήγαιναν νὰ δοῦν ἀγῶνες μπάσκετ, ποδοσφαίρου καὶ τέτοιες πουστοπουστιές. Ἐγῶ ἁπὸ τότε αὑτὰ τὰ θεωροῦσα γελοῖα, κλοουνίστικα. Ἑὰν ἧταν νὰ σκεφτῶ ἐγῶ ὁ ἵδιος ἕναν τρόπο νὰ ἀποχαυνώσω τὶς γαμημένες μάζες μαυριδερῶν καὶ ψωλογέννητων τουρκόσπορων ἀπέραντης ξευτίλας καὶ ἀναπηρίας, τὸ πρῶτο ποὺ ἵσως θὰ σκεφτόμουν θὰ ἧταν νὰ τοὺς στρέψω τὴν χυσοπαφλάζουσα προσοχὴ σὲ εἴκοσι δύο πούστηδες καὶ ξεκωλιάρηδες γύφτους γαμωβραζιλιάνους ἀπεριόριστης γυφτιᾶς καὶ παραπληγισμοῦ, ποὺ κλωτσᾶνε ἕνα μαϊμουδάρχιδο ποὺ θέλουν νὰ ὁνομάζουν «μπάλα» γιὰ νὰ πιστεύουν ὅτι ἔχει κάποια ἀξία. Ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνης, κάτι ποὺ ἔχει δικό του ὅνομα ἔχει περισσώτερο κύρος.


Τότε συνήθιζα νὰ πίνω μία φορὰ τὸ μῆνα. Δὲν ξέρω πῶς γινόταν. Μᾶλλον δὲν εἶχα παρατηρήσει μὲ τόση προσοχὴ τὶς ἐπιδράσεις του πάνω μου. Ὅπως τῶρα ἔτσι καὶ τότε δὲν μὲ χάλαγε τὸ μεθύσι. Ποτὲ δὲν μοῦχει περάξει τὸ στομάχι, καὶ πονοκέφαλο δὲν εἶχα ποτέ μου γιὰ κανέναν λόγο. Στὴν ἀρχὴ θυμᾶμαι εἶχα ἀκούσει ὅτι ἡ σοκολάτα πείραζε τὰ συκώτια, καὶ σκεφτόμουν ὅτι ἑὰν συνηθίσω τὸ ἀλκοόλ ἡ γεύσι του θὰ μοῦ φαίνεται σὰν αὑτὴ τῆς σοκολάτας, ἁλλιῶς δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος γιὰ κάποιον νᾶναι ἀλκοολικός. Ἀκόμα καὶ ὅταν ἄρχισα νὰ μεθάω, τὴν ἵδια παιδικὴ μαλακία πίστευα. Ἐκείνη τὴ νύχτα ἧταν ποὺ αὑτὸ ἄλλαξε.


Γιατὶ τὸ φεγγάρι δὲν βγαίνει πιὰ χωρὶς τὸ ἄρωμά του; Γιατὶ κάθε νύχτα εἶναι μοναδικὴ καὶ ὅλες οἱ ἐπόμενες θὰ θυμίζουν τὴ καῦλα της ἑὰν δὲ πιῶ; Γιατὶ τὸ φεγγάρι εἶναι ἄσπρο;


Ὄχι, δὲν ἧταν οὗτε τὸ ἄρωμα, οὗτε ἡ γεύσι. Ἁπλῶς μία μυρωδιὰ καὶ μία μουσικὴ εἷναι ποὺ ἀντιπροσωπεύουν ὁτιδήποτε, γιατὶ αὑτὰ σ’ τὸ θυμίζουν πιὸ εὔκολα. Ὅταν γάμαγα μία γκόμενα, μποροῦσα νὰ τὴ θυμηθῶ ἁπὸ τὴ μυρωδιὰ περισσώτερο ἁπ’ ὅττι απ’ τὴν εἰκόνα της. Συνήθως ὅταν φαντάζομαι τὴ μυρωδιὰ κάποιας πρὶν τὴ πλησιάσω, πέφτω μέσα. Ἑκείνη τὴ νύχτα ὅμως κατάλαβα ὅτι στὸ ἀλκοὸλ ὑπῆρχε κάτι παραπάνω ἁπὸ μυρωδιὰ, εἱκόνα καὶ γεύσι, γιατὶ βρῆκα ἑκεῖνο τὸ καφὲ κουτάκι. Τὸ ἄνοιξα, πῆρα μὲ ἕνα χαρτὶ ἕνα μικρὸ μέρος τοῦ περιεχομένου, καὶ τὸ ἄδειασα στὸ μαῦρο τραπέζι τοῦ σαλονιοῦ. Ἔκανε τόση ἀντίθεσι πάνω στὸ μαῦρο ποὺ φαινόταν νὰ γυαλίζη στὶς αχτίδες τῆς πανσέληνου ποὺ ἔμπαιναν ἁπ’ τὸ παράθυρο. Ἔσπασα ἕνα καλάμι καὶ τράβηξα μία γραμμή, ἀκριβῶς ὅπως συνήθιζε νὰ κάνη ὁ πατέρας μου.


Τὰ ἀποτελέσματα ἧρθαν ἀμέσως, ἣ τουλάχιστον ἔτσι μοῦ φάνηκε. Τὰ πράγματα ἀλλάζουν σχῆμα, δὲν φαίνονται πιὰ χρήσιμα, γιατὶ εἷναι ἐδῶ; ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΕΙΝΑΙ ΑΣΠΡΟ;;; Χοροπηδάω γύρω γύρω στὸ γαμημένο τὸ δωμάτιο. Δὲν ἔχω δουλειὰ σ’ αὑτὸ τὸ μπουρδέλο ποὺ ἀποκαλεῖτε «κόσμο», ἔχω περισσώτερη ἐσωτερικὴ ἐνέργεια ἁπὸ σᾶς, ἄρα διαφορετικὴ ψυχή. Ὅττι σκοτώνει μὲ γουστάρει, ὅττι θέλει τὸ καλό σας μὲ μισεῖ, γιατὶ θέλω νὰ γίνετε ὅλοι σὰν τὶς ἄμορφες μάζες ποὺ δημιουργοῦνται ἁπ’ τὴ φωτιά, ἁφοῦ πρῶτα σᾶς ἀκούσω νὰ οὑρλιάζετε σπαραχτικὰ καὶ τσιριχτά.


Θέλω νὰ βγῶ ἔξω νὰ γαμήσω, νὰ πετάξω τὰ αἵματά σας τριγύρω καὶ νὰ μοιάζουν σὰν υγροποιημένοι καρκίνοι ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, δίπλα ἁπ’ τὰ πολτοποιημένα χυσοσταγὴ κεφάλια σας. Ἑὰν ὁ ἐγκέφαλός σας λιώνη μόνο μ’ ἕνα τσιμεντόλιθο, γιατὶ θεωρεῖται τόσο σημαντικός; Ἀναρωτιέμαι ἑὰν πρέπη νὰ πηδήξω ἁπ’ τὸ μπαλκόνι. Εἷμαι τόσο ὑγιὴς τώρα καὶ εἷναι πρῶτος ὅροφος, τί θὰ πάθω; Ἡ ἄσπρη Σατανικὴ νεράιδα μὲ γουστάρει. Τὰ κολπικὰ ὑγρά της στάζουν στὰ γένια μου. Ὁ Χριστὸς νὰ καῆ στὴ λίμνη τῆς φωτιᾶς, ὄχι ἐγῶ, ὄχι ὁ Διάβολος. JAWOHL!


Κλωτσάω τὴ πόρτα, βγαίνω ἔξω. Δὲν τὴν κλειδώνω, εἶναι ἐρημιά, κανεῖς δὲ πλησιάζει, καὶ κανένας πούστης δὲ θὰ τολμήση νὰ κλέψη ἑμένα. Τὸ πτῶμα του θὰ τὸ σιχαίνονται μέχρι καὶ τὰ ποντίκια μετά, δὲν θὰ τοῦ τραβήξουν τὶς γαμημένες σάρκες σὰν τσίχλες. Ἔχω ἕνα μπουκάλι κρασί μαζύ μου, δὲν κατάλαβα πότε ἐξαφανίστηκε στὸ στομάχι μου πρὶν διασχίσω τὰ σκοτεινὰ διακόσα μέτρα ἁπ’ τὸ σπίτι στὴ πλατεία. ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΕΙΝΑΙ ΑΣΠΡΟ;;; Οἱ λύκοι οὑρλιάζουν ἁπ’ τὸ χωράφι καὶ τὸ βουνὸ στὰ δεξιὰ καὶ τὰ ἀριστερά μου. Ὡραῖα μέρη καὶ τὰ δύο γιὰ νὰ ξαπλώσης κάποια καὶ νὰ τῆς μπαίνουν ξύλα καὶ σκουλήκια στὸ κῶλο ἑνῶ τὴ βιάζεις. Μετὰ θὰ τῆς τρίβουν τὰ μουνόχειλα, γιατὶ θᾶναι ἡ ψωλή μου μέσα στὸ κῶλο της. Εἷμαι μία μαύρη σκιὰ ποὺ περπατάει στὴν ἐρημιά. Τὰ φῶτα τοῦ δρόμου εἷναι πίσω μου, μοιάζω μὲ φάντασμα ἐγειρόμενο μέσα ἁπ’ τὸ καθαρτήριο. Εἶμαι ο Mr. Hyde. Ποῦ εἷναι τὸ δεκάχρονο κορίτσι νὰ τὸ τσαλαπατήσω καὶ νὰ τὴν ἁφίσω στὴν ἄσφαλτο νὰ οὑρλιάζη σὰ πουτάνα;


«Ἀπόψε εἷναι ἡ νύχτα μας,» τοῦς εἶπα. Ἤξερα σὲ ποιοὺς τὸ ‘λεγα, δὲ θὰ φερναν ἀντίρρησι. «Δὲ θέλετε νὰ γαμήσετε; Δὲ θέλετε νὰ κάνετε τὸ θέλημά Του; Πάντα αὑτὸ λέγατε. Ἕνα ἄχρηστο μουνί θὰ εὐχαριστήση καὶ ἐμᾶς καὶ Ἑκεῖνον, ὅσο ξεφτιλισμένη καὶ πουτανίστικη ὕπαρξι καὶ ἅν ἦναι...»


Λένε εἶναι ἡ πιὸ ὡραία γκόμενα τοῦ σχολείου. Μπορεῖ νὰ ἧταν, ἅν δὲν ἥταν ἀλβανή. Ἀλλὰ ὁ κῶλος της φωνάζει, «Θέλω νὰ βγῆ τὸ κωλάντερό μου ἔξω, ἁπ’ τὴ ψωλή σου.» Εἷναι ἔξω ἁπ’ τὸ σούπερ μάρκετ. «Αχ! Τρόμαξα ἔτσι ὅπως σᾶς εἷδα μὲ τὶς κουκούλες,» λέει χαζογελῶντας.


Δὲν ἀπαντᾶμε. Προχωρᾶ πρὸς τὸ βουνό, μέχρι ποὺ μὲ ξαναβλέπει πίσω της. «Τί κάνεις;» οὑρλιάζει. «Μὲ παρακολουθήσατε; Ὄχι! Βοήθεια, αααααααα!» Τὸ ἐπιπωματικὸ της νεῦρο πρέπει νὰ ‘σκισε ὁ σουγιᾶς, γιατὶ τὸ πόδι της τραντάχτηκε πρὶν παραλύσει καὶ τὴ ρίξει στὴν ἄσφαλτο. Μία γραμμὴ αἵματος ἀφίνει πίσω της σὰν κουβάρι καθῶς τὴ σέρνω πρὸς τὰ θάμνα. «Μὲ ἀκολουθοῦν οἱ ἄλλοι ἣ θὰ μὲ καρφώσουν νὰ τοῦς ξεκωλιάσω καὶ αὑτούς; Ναὶ, ἀκολουθοῦν.»


Τὴ πετάω στὸ χῶμα καὶ τῆς πατάω τὸ κεφάλι κάτω μὲ μανία. Δὲ γουστάρω νὰ κινῆται τόσο ἡ πουτάνα, γαμῶ τὴν ξεκωλιάρα τὴν αλβανία της. Ὁ καριόλικος κρόταφός της βρίσκεται ἀνάμεσα στὸ μαῦρο μου μποτάκι καὶ τὸ ἔδαφος. Ξέρει ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλη διέξοδος ἐκτὸς ἁπ’ τὸ ἔλεός μου. Σταγόνες αἵματος πετάγονται ἁπ’ τὴ μύτη καὶ ἁπ’ τὸ στόμα της. Ξέρω πῶς νιώθει. Ὅταν σὲ πατᾶνε κάτω συνεχόμενα, ἐναντίον τοῦ ἐδάφους, ζαλίζεσαι καὶ πιστεύεις ὅτι θὰ πεθάνης. Τὰ μαλλιά μου τινάζονται πάνω-κάτω σὰν νὰ κάνω headbanging, τὸ παπούτσι μου ὑγρό ἁπ’ τὸ αἷμα της. Τῆς πετάω τὴ τσάντα μακριά, ἑκείνη δὲ φωνάζει, ἁπλῶς κλαίει χαμηλόφωνα καὶ ἀναμένει νὰ τελειώσουμε ὅττι θέλουμε ἁπ’ αὑτὴν.


Κρατῶντας τὸ μαχαίρι, τῆς βγάζω τὴ μπλούζα μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἄλλων, δὲν ἀντιστέκεται, μόνο ἐλπίζει. Βουτάω στὰ βυζιά της, βάζω στὸ στόμα μου τὴ ρώγα, ρουφάω τὸ ὑπόλοιπο καὶ σκάω μία δύο σφαλιάρες στὸ ἄλλο. Πλατς, πλατς. Μόλις πάω πιὸ κάτω, οἱ ἄλλοι τῆς ἔχουν ἤδη βγάλει τὸ παντελόνι. Τὰ δάχτυλά μου γλιστρᾶνε ἀνάμεσα στὰ μουνόχειλά της καὶ κάνουν αὑτὸ τὸ γλοιώδη μὰ καυλωτικὸ ἧχο. Μὲ τὸ ζόρι χωρᾶνε δύο, εἷναι παρθένα. Κρυμμένος μέσα στὰ μαλλιά, σκάω μὲ τὴ μούρη στὸ μουνί της. Δὲν ξέρω ἅν ἧναι ὑγρὸ ἁπὸ καύλα ἣ ἁπὸ ἰδρῶτα. Ἵσα ποὺ τὸ γλωσσιάζω, ἑὰν συνεχίσω θὰ χύσω στὸ παντελόνι. Τὸ ξεκουμπώνω καὶ πέφτω πάνω της, χώνοντας μὲ δύναμη τὴ ψωλή μου μέσα της. Οὑρλιᾶζει, προσπαθεῖ νὰ ἀκουμπήση τὴ γαμιόλα τὴ μήτρα της ποὺ πονάει, μὰ τῆς πετάω τὰ χέρια μακριά νὰ τῆς χαρακώσω τα βυζιά. Το μαχαῖρι γλιστρᾶει στὸ σῶμα της ἁφίνοντας πίσω δρομάκια αἵματος. Τῆς ρουφάω τὴ ρώγα ἑνῶ στάζουν στὰ χείλια μου. Μὲ καυλώνει ἡ μεταλικὴ γεύσι τοῦ αἵματός της. Ἑνῶ χύνω της κόβω τη ρώγα μὲ τὸ μαχαίρι, ἑκείνη οὑρλιάζει σπαρταρῶντας. Μὲ καυλώνει αὑτὸ τὸ μαρτυρικὸ οὑρλιαχτό. Ἕνα τραχὺ πράγμα ποὺ εἷναι ἱστοὶ μυῶν καὶ νεύρων, ἔχουν ἀντικαθαστήσει τὴν πουτάνα τὴ ρώγα της ποὺ κατρακύλησε ἁπ’ τὴ κοιλιά της στὸ χῶμα. Προσπαθῶ νὰ χώσω τὴ γλώσσα μέσα στὴ τρύπα ἑνῶ ἀρχίζω νὰ τὴ γαμάω ξανά, μὰ μ’ ἐμποδίζουν οἱ μεῖς. Πῶς κλαίει ἔτσι ἡ ψωλορουφήχτρα; Χύνω ξανά, κυττάω τὰ δέντρα ψηλά, ἁπὸ πάνω μου. ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΕΙΝΑΙ ΑΣΠΡΟ;


Παίρνω το μαχαῖρι καὶ τὴ ψωλή μου καὶ περιμένω ἐκεῖ, νὰ τελειώσουν καὶ οἱ ἄλλοι. Περιμένω ὥρες. Γελᾶμε, πλακωνόμαστε ἁπὸ πάνω της, βάζουμε φωτιὲς στὸ δάσος. Δὲν ἔχουμε περισσώτερο χρόνο γιὰ καμμιὰ εἱκοσαριὰ γαμήσια ὁ καθένας, νὰ γίνη τὸ βουνὸ μπουρδέλο. Συνεχίζει καὶ οὑρλιάζει αὑτὴ ἡ πουτάνα. Ἐγῶ τραβάω τὸ μαχαῖρι ξανά. Δὲν θὰ περιμένω τὴ ψωλὴ τοῦ καθενὸς νὰ τελειώση ἑφ ὅσον ἔχυσα ἐγῶ.


Τὸ κρατάω κάθετα καὶ τῆς χώνω τὴ μύτη μέσα στὸ μάτι. Οὑρλιάζει περισσώτερο, τσιριχτά, γιατὶ δὲν ἀκούμπησε ἐγκέφαλο. Ὄχι, δὲν ἀκούμπησε. Κλείνει τὸ μάτι καὶ στάζει αἷμα στὰ μάγουλα ἁπ’ τὰ βλέφαρα. Ὄχι, δὲν ἔμεινε τὸ μάτι στὸ μαχαῖρι ὅπως βλέπουμε στὰ ἔργα, ἁπλῶς τσίριζε περισσώτερο καὶ βάφτηκε ἡ γαμημένη μάπα της κόκκινη. «Ε! Τῆς πετάξαμε τα μάτια έξω!» οὑρλιάζω γελῶντας.


Ἁφοῦ γελάσαμε κάποια λεπτά, τῆς ἔχωσα τὸ σουγιᾶ βαθιὰ μέσα στὸ ἄλλο μάτι, καὶ προς στιγμὴν τὰ χυσοεγκεφάλια της το ἀγκάλιασαν, σὰν νὰ ‘θελαν καὶ αὑτὰ ποῦτσο. Ξαφνικὰ τὸ βούλωσε ἡ ξεκωλιάρα. Ὑγρὰ σκουλήκια θὰ μποῦν σὲ κάθε τρύπα της, γιατὶ τὸ πτῶμα θὰ μείνη ἐκεῖ. Νὰ τὴν κατουρήσω νὰ τῆς κάνω μία μετάγγισι; Ἄσε, δὲ μοῦρχεται. Θυμᾶμαι τότε ποῦχα βιάσει τὴ γάτα μου μὲ ἕνα κουζινομάχαιρο. Κάθε φορὰ ποὺ τό ‘χωνα μέσα νιαούριζε. Μετὰ νιαούριζε συνεχῶς γιατὶ εἶχε αἱμορροϊδες. Γιὰ καρκῖνο δὲ ξέρω.

Σκουπίζω τὸ μαχαῖρι, παίρνω τὴ τσάντα, μοιραζόμαστε τα λεφτά, χωρίζομαι μὲ τοὺς ἄλλους, καὶ πάω σπίτι. Ὧ, ὄχι!  Ἡ νύχτα πέρασε καὶ τὰ ροῦχα μου εἷναι ματωμένα. Θὰ μὲ δῆ κανεῖς στὸ δρόμο; Μὲ εἶδε κανεῖς ἔξω ἁπ' τὸ σούπερ μάρκετ; Γιατὶ δὲ νιώθω τόσο τέλεια πια; Γιατὶ ξημερώνει; Γιατὶ εἷναι τόσο βαρὺ τὸ αἷμα πάνω μου;

Γυρνάω σπίτι, ἡ μάννα μου κοιᾶται, ὁ πατέρας μου θὰ γαμάει τὴ γκόμενα. Τὸ κουτὶ εἷναι ἀκόμα ἐκεῖ ποὺ τὸ ἄφισα. Ἀλλάζω ροῦχα καὶ τὸ βάζω στὴ θέσι του. Πάω νὰ κοιμηθῶ, μὰ δὲ γίνεται. Θὰ με πιάσουν. Τὶ θὰ γίνη ἅν μὲ βιάσουν στὸ ἀναμορφωτήριο; Γιατὶ τὰ μαλλιά μου μυρίζουν αἷμα;

Ἀρχίζω νὰ πίνω κρασί. Ὄχι, δὲ θὰ με πιάσουν. Ἄκουσες πῶς τσίριζε ἡ ψωλοταλαίπωρη; Χυμένη ἡ μνήμη της. Στὰ χύσια τῆς κολάσεως νὰ κολημπήσει, νὰ κάνη γαργάρες τὸ μουνί της τὸ βιασμένο. Τὴ γάμησα, τῆς ἔσφαξα τὰ μάτια, τὴν ἔστειλα στὸν Ἄδη ξεφτιλισμένη καὶ πουτανοποιημένη, τὴν ἔκανα νὰ κλάψη. Θέλω νὰ δῶ τὸν λασπομούνη ἀλβανὸ πατέρα της νὰ οὑρλιάζη στὸ θέαμα καὶ νὰ σέρνη μανιωδῶς τὸ πτῶμα ἑνῶ αὑτὸ θὰ στάζη ἀκόμα αἵματα καὶ χύσια ἁπ' τὶς αὐξημένες του τρύπες. Τῆς πῆρα τὴν ἀνάσα καὶ ἄρεσε στὴ ψωλή μου. Αὕριο τὸ κουτὶ πάλι ἐκεῖ θὰ εἷναι. YAWOHL!

Καληνύχτα μου...