Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

ΠΡΟΣΕΥΧΗ I

Δεσμεύομαι ὅτι θὰ παραθέσω τὰς θεολογικὰς αἰτιολογήσεις ποὺ ἐζητήθησαν ἐκ τοὺς Ἑωσφοριστάς ἐν εὐθέτω χρόνω, καθῶς πρόκειται διὰ πολυσέλιδον ἄρθρον. Ὅθεν, πρωτίστως ἀναρτῶ αὐτὸν τὸν ψαλμόν ἐκτελεσάμενον ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Σατανιστῶν «Deathspell Omega», διὰ τὴν φιλοσοφίαν τῶν ὁποίων ἐπίσης θὰ γράψω ἕτερον ἄρθρον.


Ἡ προσευχὴ ἀποτελεῖ ἕναν ἐκ τῶν τρόπων ἐπικοινωνίας τῶν ὑλικῶν ἀτόμων μὲ τὰ αἰθερικὰ ὄντα. Ἡ κατάλληλη ἐνδυμασία καὶ τὸ κατάλληλον περιβάλλον ἐν εἴδει τελετουργείας ἀποτελοῦν παράπλευρα, ἕως καὶ δευτερεύοντα, στοιχεῖα ὡς πρὸς τὴν ἐν λόγω ἐπικοινωνίαν. Ἐπομένως αἱ προσευχαὶ πρέπει νὰ λέγωνται εἰς τὴν πλέον ἀναγνωρίσιμον γλῶσσαν τοῦ προσκυνητοῦ. Πρὸς τὸν προαναφερθέντα σκοπόν, μεταφράζω τοὺς στίχους κάτωθεν. Ἀναριγήσατε:

«(Λατινικά): Κάθε ἀνθρώπινη θεώρησις, σκέψις καὶ σχέδιον βασίζεται εἰς τὰς ἀρχὰς τῆς σήψεως, ἅστινας ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ὥρισεν.

(Ἀγγλικά): Πνεύμονες γεγεμισμένοι ἐκ καρβούνων καὶ ἐξημημεσμένου βρασσομένου αἵματος, λέγω, «δοξάσατε τὸν Κύριον, δοξάσατε, ὧ δοῦλοι τοῦ Κυρίου.» Θὰ ἅδωμεν ἕν νέον ἄσμα πρὸς ὑμᾶς...
Ὧ Θεέ: ἕν ψαλτήριον ἐν τρισὶ σταθμοίς: Εἴθε ἡ σκωρία νὰ θάψη τὴν Ἐδέμ καὶ νὰ τυφλώση τὸ φῶς τῆς ἐλπίδος.»
Δόξα Σοι, Κύριε...

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΙΣ II



Ἡ παροῦσα σελίς, παρὰ τῶν διαφόρων ἀναρτημένων black metal ἣ ἄλλου εἵδους ἀσμάτων καὶ τοῦ σατιρικοῦ της χαρακτῆρος, ἔχει κατ' ἐξοχὶν ἰδεολογικὸν ὑπόβαθρον ἐναντιούμενον πρὸς τὸν ἀθεϊσμον, χριστιανισμόν, φεμινισμόν, μυζήμενον καὶ ἀνασειψωλικὸν ἠθικισμόν, ἀνθρωπισμὸν καὶ φιλοζωίαν.

Ὡς τόσον, ἡ παροῦσα σελὶς, μέσω τῆς παρουσιάσεως τῆς ἀνωτέρας χυσοπλημμύρος διὰ τοῦ καταλλήλου ὑπερβολικοῦ καὶ σατιρικοῦ τρόπου, παρουσιάζει τὴν χυσἵερην μπουχεσοπουστιὰ ποὺ κατακλύζει ὅσους ὑποστηρίζουσιν, εἷτε σκοπίμως πρὸς προσέλκυσιν τυχόντων ψωλοβόρων διπόδων εἰς τὰ πουστομάγαζά των ποὺ ὀνομάζουσιν ὀργανώσεις ἣ κόμματα εἷτε λόγω πουτσοριμότητος, τοιαύτας ἰδεολογίας καὶ νοοτροπίας.


Ὁ δε σκοπὸς τῶν γραφομένων αὐτῆς τῆς σελίδος δὲν εἶναι ἄλλος πάρεξ τῆς ἐγκωμιάσεως τῆς Ὀρθοδόξου Σατανιστικῆς πίστεως, ἥτις εἶναι καὶ ἡ μόνη ὀρθή, οὖσα τελουμένη εἰς τὸ διάβα τῶν αἱώνων, πολὺ πρὶν τὴν ἄφιξιν τῆς αὐτοαποκαλουμένης «Ἐκκλησίας τοῦ Σατανᾶ» τοῦ LaVey, ἡ ὁποῖα δὲν ἦτο τίποτε ἄλλο πάρεξ μιᾶς ἀθεϊστικῆς ὀργανώσεως συνοδευόμενης ἐξ ὡρισμένων τελετῶν ποὺ ἐλαχίστως θὰ ἠμποροῦσαν νὰ συνυφάνωσι μετὰ τῆς ἀμιγοῦς πίστεως εἰς τὸν Κύριον, ἥτις διακρίνεται ἐκ τῆς εἰλικρινοῦς ἀγάπης πρὸς Αὐτὸν καὶ ἀπαιτεῖ προσευχὲς παρόμοιες αὐτῶν τῶν χριστιανῶν, ἐν διαφωνία μὲ τὰς κερδοσκοπικὰς τελετουργικὰς τε καὶ χρηματικὰς ἀποβλέψεις τῶν ἐν λόγω ὀργανώσεων. Ἀναφερόμενος δε εἰς τελετουργικὰς ἀποβλέψεις κάνω τὴν παρατήρησιν ὅτι τὰ ἐν λόγω ἄτομα, ἐξ ἀρχῆς, οὑδέποτε διετέλεσαν κάποιαν τελετουργίαν διὰ τὰς καταχθόνιας αἰθερικὰς δυνάμεις, αἵτινες χρήζουσι τιμῶν. Δὲν νομίζω ὅτι τὸ παρὸν θέμα χρήζει περαιτέρω ἀναλύσεως. 

Γι λλαι κερδοσκοπικς ΚΑΙ ψωλοσκοπικς ργανώσεις, ,πως JoS (Joy of Satan - κ το νόματος κα μόνον καταλαβαίνεις περ τινς πρόκειται) μ μίαν τρανσέξουαλ χυσόφλυγος (χυσομεθυσμένης), πεπλαγιασμένης π τς κλίνης το Προκρούστη κεκαλυμμένης ξ ρθίων καυλιν, καθς ποκρίνεται τι τοιουτοτρόπως συνομιλε μ δαίμονας πίνουσα κα οίσκια μο ατν, δὲ θὰ ὁμιλήσωμεν περαιτέρω.  

Περὶ τῆς φεμινιστικῆς καὶ «ναζιστικῆς» O.N.A. (Order of the Nine Angles – Τάγμα τῶν Ἐννέα Γωνιῶν) θὰ ὁμιλήσωμεν εἰς κάποιον ἐκ τῶν ἐπομένων ἄρθρων, ὅ,πως ἐπισης καὶ γιὰ τὴν ζωὴν τοῦ Euronymous, τὴν σεμνότητα τῶν γυναικῶν, καὶ τὰ διάφορα συγκροτήματα ὥντινων ἄσματα ἀναρτῶ καὶ θὰ ἀρχίσω νὰ ἀναρτῶ ἐπὶ ὀργανωμένης βάσεως...

Σημειωτέον δε, ἡ παροῦσα σελὶς, ἥτις ἔχει ἀναφερθῆ πολλάκις εἰς φυλετικὰ θέματα, δὲν ἀντιπροσωπεύει οὑδεμίαν ἐθνικοσοσιαλιστικὴν ἰδεολογίαν. Ἀσχέτως τοῦ γεγονότος ὅτι δὲν ἔχει ὡς θεματολογίαν τὴν πολιτικήν, ἐπισημαίνομεν ὅτι ἡ πολιτικὴ της ἀτραπὸς θὰ ἠμποροῦσε νὰ ὀνομασθῆ «Θεοκρατικὴ καὶ τυραννικὴ ἀναρχία», ἣ ἀλλέως, «Θρησκευτικὸς Χαοτισμός». Ἑτοιμαζόμεθα δε νὰ ἀφιερώσωμεν καὶ ἕνα ἄρθρον περὶ τοῦ ἐν λόγω θέματος.

Ἀναμένητε...


Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

ΑΓΑΠΗ


Τ παρν ρθρο χει γραφτε κα δημοσιευθε γι ψυχαγωγικος σκοπος κα συγγραφέας δν εθύνεται γι τυχούσες φαρμογς τν γραφομένων στν ζωή.

Καθήμενος ἐπὶ τῆς πολυθρόνας καὶ παρατηρῶν τὰς ἀναδυόμενας φλόγας ἔμπροσθεν τοῦ διακριτικοῦ του προσώπου, ἀναβλύζουσας ἐκ τῆς ἑστίας, ὁ νέος συγγραφεύς, ἀποκαλούμενος δε καί «χασάπης» ὑπὸ τοὺς γνωστούς του λόγω τῶν αἱματηρῶν καὶ πλέον καυλωτικῶν ἱστοριῶν ποὺ ἔγραφεν, ἐσκέπτετο τὴν αἴγλην τῆς ἁβρότητος τῶν μεταξένιων της ποδιῶν, ποὺ ἀγκάλιαζον τὴν κλίνην του ἐκείνην τὴν στιγμήν.

Ἀγόμενος ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν νὰ νοιώση τὴν ὕπαρξίν της καὶ κάθε ἔκφανσιν, ἔκφρασιν καὶ ἔμφανισιν ταὕτης, ἐσωτερικὴν τε καὶ ἐξωτερικήν, ἐδοκίμασεν νὰ κατευνάση τὴν δολοφονικήν του ἐπιθημίαν, τοῖς κοινῶν ρήμασι... φοβούμενος.

Ἡ δε καστανόξανθη κόμη της ἔλουεν καὶ ἐστόλιζεν τὸ μαξιλάρι αὐτῆς (τῆς κλίνης του), ὡσὰν στέρεον καὶ φωτοβόλον ἡλιοβασίλεμα πλαγιασμένον ἐπὶ τοῦ ὑφάσματος. Τὸ μουνὶ της ἔλαμπεν ὥς ἁβρὸν καὶ ἀνθισμένον ρόδον καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἐρούφαγεν καὶ πίπωνε τὰ μουνόχειλά της ὡσὰν τσίχλας, σκαλίζων τὰ εντόσθιά της διὰ τῆς γλώσσης του, ἐσκέπτετο νὰ τὰ δαγκώση ἵνα νοιώση τὴν ἀληθινὴν ἐσωτέραν χάριν ποὺ ἔκρυβον ἐντός των, μὰ ὁ νέος ἐδείλιαζεν, ἑως ὅτου τὸ κρασὶ ποὺ ἐκυλοῦσεν εἰς τὸ αἷμα του ὡμιλησεν καὶ οὔρλιαξεν πρὸς ταῦτον νὰ τὴν κρατήση κοντά του διὰ παντός, ἐντὸς τοῦ στομάχου καὶ κάθε ἄλλου του ὀργάνου ποὺ διακαῶς παρεκαλοῦσε νὰ νοιώση τὸ ἅβρον ἄγγιγμα τῶν ἰδικῶν της ἐσωτερικῶν ὀργάνων: Μία μείξις σπλάχνων ἐπιθυμητὴ ἐκ τῶν ἔσω τοῦ σώματός του, τοῦ θυμικοῦ καὶ τῆς ψωλῆς του.

Κοιμωμένη οῦσα, καὶ μὲ μπαλτὰ ἐν τὴ χειρὶ αὐτοῦ, τὴν ἤρπαξεν βιαίως ἀπὸ τὴν κόμην καὶ ἐχαράκωσεν τὸ βλέφαρόν της, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκαλυφθῆ τὸ ὁπτικὸ νεῦρο ποὺ ἐκρύβετο ἐντὸς τῆς ματότρυπάς της, ἐκ τῆς ὁποίας ἕνας ἤπιος πῆδαξ αἵματος ἤρχισεν νὰ ἀναβλύζη, καὶ ποὺ ἐν συνεχεία κατευνάσθην καὶ ἔβαψεν τὸ μάγουλον καὶ τὴν μύτην της μὲ τὴν πορφυρίαν του. Κρατῶν σφιχτῶς καὶ ἐπιμόνως τὴν κόμην της, δάγκωσεν τὸν κρεμάμενο ἀσπροκόκκινο ὀφθαλμόν της, κεκαυλωμένος ἐκ τοῦ πείσματος τῆς φωτιᾶς ποὺ κατέκλυζεν τὸ θυμικόν του, καὶ τὴν ἐπιθυμίαν του νὰ τὴν κρατήση ἐντός του. Ἐμάσησεν τὸν ὀφθαλμόν της ἐντόνως καὶ βιαστικῶς, καθῶς τὸ ἐν σφαδαστικοῦ πόνου εὑρισκόμενο καὶ πρώην ψωλοκαλπάζον γύναιο, ποὺ νῦν καὶ ἀεὶ θᾶναι ἰδικό του, παρεκαλοῦσε, μὲ τοὺς ὀφθαλμούς της νὰ στάζουν μείγματα αἵματος καὶ διαμαντένιων δακρύων. Ὡσὰν ζωντανό, ὑγρὸ καὶ γλοιῶδες πολτὸ ἐγλίστρισεν ἐπὶ τῶν οὕλων καὶ ἐντὸς τῶν χωρισμάτων τῶν δοντιῶν του ὁ ἄσπρος λιωμένος ὀφθαλμός της, ποὺ ὁμοίαζεν νὰ ἀποτελῆται μονάχα ἀπὸ τὸν σκληρό του χιτῶνος, ἄνευ κόρης, καὶ τὸ αἷμα συντριβάνιαζε ἐκ τῶν χειλιῶν του, ἐν ὧ αἱ καυλοτικαὶ της τσιρίδαι ἐσπαρταροῦσαν ἀδεξίως καὶ ἀνάρθρως.

Ὁ νέος ἐσφήνωσεν μὲ πεῖσμα τὸ ποῦτσο του, ἐγειρόμενο ἐκ τοῦ ἀνοιχτοῦ φερμουὰρ τοῦ παντελονιοῦ του, βαθιὰ εἰς τὴν  ἀκάλυπτη, μαύρην καὶ μαλακὴν κωλότρυπά της καὶ τὴν πριόνιζε ὥς ἅν νὰ ἔπραττεν γεώτρησιν ἐντός τοῦ ἀλαβάστρινου καὶ κάτασπρου δέρματός της, ἐν ὧ ὁ μπαλτὰς κινεῖτο ὁριζοντίως καὶ καθέτως ὡσὰν νὰ ἐζωγράφιζεν ἐπὶ τοῦ δέρματος καὶ τοῦ προσώπου της.

«Γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει,» οὔρλιαξεν εἱρωνικῶς ὁ ἐν περισσῆς ψυχρότητος καὶ ἐμμονῆς διὰ σαρκικὴν τε καὶ ψυχικὴν ἰδιοκτησίαν εὑρισκόμενος μουνοδύτης νεανίας, ἀκούγων τὰς σπαρακτικούς της κραυγάς, καὶ ἰστοί δέρματος ἀπεκολλημένοι ἐκ τῶν μαγούλων της ἐχύνεντο ἐπὶ τοῦ στρώματος τῆς κλίνης, ὅπως καὶ ὡρισμένοι ἐκ τοῦ κρανίου της, τὸ ὁποῖον ἐπληγιάζετο ἐπιφανειακῶς ἀπ’ τὸν μπαλτὰ, ἀνακατεμένα μὲ ὡρισμένας τρίχας τῆς κόμης της, ἡ ὁποῖα εἶχεν βαφθῆ κόκκινη.

Τὰ δε χείλη της ἤδη ἐκρέμοντο ὡσὰν αἱματωμένα ρόδινα ἐλατήρια, καὶ ὁ μπαλτὰς λειτουργοῦσε ἀκαταπαύστως ὡσὰν παραψώλιον ποὺ ἐκύκλωνεν τὸ πρόσωπον μὰ καὶ τὸ σῶμα της, ἑν ὧ τὰ μαστάρια της χοροπηδοῦσαν ἀποκρινόμενα εἰς τὴν κατάστασιν «πλιτς πλιτς» εἰς πρόσθιαν στάσιν. Ὁ νεανίας χασάπης παρατηροῦσε δαμάζων αὐτήν (γαμῶντας την – δαμάζω – δαμάω – γαμάω) ἐλαφρὰ τῆ συνειδήσει, γνωρίζων ὅτι ἐκ τοῦ ἄλγους της θὰ πηγάση ἡ συνένωσίν των εν τῶ ἰδίω σώματι. Τὸ ἠγαποῦσε αὐτὸ τὸ χυσοχαυτικὸν ἀγυιοπούτανο. Ἡ ἀνθρωποφαγία εἶναι εἴτε πράξις ἐπιβιώσεως εἴτε ἀγάπη.

Τὰ ἄσπρα στρώματα εἶχον βαφτῆ εἱς τὸ αἷμα καὶ τὸ δέρμα τῆς χειρός της ἐκρέμετο ἀτάκτως ὥς σοῦστα ἀπεκολλημένο ἐκ τῆς ὑπόλοιπης χειρός, καὶ πλατάγιαζε δεξιὰ καὶ ἀριστερά, περικλύζον τοὺς αἱματωμένους μύες καὶ κόκκαλα ποὺ τῆς εἶχον ἀπομείνει.

Αἱ κραυγαὶ ὁμοῦ μετὰ τοῦ κλάματός της αἴφνης ἐσιώπησαν ἀσκαρδαμυκτί, καὶ ἡ κεφαλή της ἔσκασεν ἐπὶ τοῦ μαξιλαριοῦ ὥς τυμπανοπουτσοχτύπι, ἑν ὧ ὁ νεανίας χασάπης εἶχεν ἤδη χύσει εἰς τὸν ψωλαγωγό της (κωλαντέρι). Εσήκωσεν ξανὰ τὸν μπαλτὰ, ἅμα τῆ χυσεκσενδονίσει, καὶ τὸν προσεγείωσεν καθέτως ἐπὶ τοῦ σβέρκου της, μὰ ἐκολλησεν εἰς τὸ κόκκαλον καὶ τὰ νεῦρα ὅλου τοῦ ἄψυχου, πουτσοτραφοῦς κουφαριοῦ της ἐκτινάχθησαν ὡσὰν νὰ τῆς εἶχον φυτέψει ἐλατήριον εις τὸ κῶλον. Ὁ χασάπης ἐσηκωσε ξανὰ τὸ μπαλτὰ καὶ τῆς ἔσπασεν τὸν αὐχενικὸν σπόνδυλον, προκαλῶν ἑτέρα ἀναπήδησιν τῶν νεύρων της, ἑν ὧ ἕνα κομμάτι νεύρου ἐκόλλησεν ἐπὶ τῆς αἰχμῆς τοῦ μπαλτὰ ὡσὰν κόκκινο τυρὶ τοῦ τοστ. Μὲ τὸ ἐπόμενο χτύπημα τὸ κεφάλι ἀπεκολλήθη ὁλοσχερῶς, μὲ μονάχα μερικοὺς ἰστοὺς μυῶν νὰ παραμένουν κολλημένοι ἐπὶ τοῦ ὁστοῦ τῆς κλειδὸς ὡσὰν ξέμπαρκα φλόκια. Ὁ νέος ἤρχισεν νὰ τῆς βαρᾶ τὰ μάγουλα καὶ τὰ ζυγωματικὰ τραβῶν μὲ μανία τὰ αἱματωμένα της μαλλιὰ, μέχρι ποὺ ξεκόλλησεν τὰ ἀπομεινάρια τοῦ λαιμοῦ της ὁμοῦ μετὰ τοῦ κεφαλιοῦ της, τὸ ὁποῖον τώρα εὑρίσκετο ἐν τὴ χειρί αὐτοῦ, μὲ τοὺς αἱματωμένους μύες καὶ τὰ νεῦρα ποῦχαν ἀποκολληθῆ ἀπεριποιήτως, ἐκσφενδονίζοντα αἷμα ἀπὸ ‘δῶ κι ἀπό ‘κεῖ, ἀνεμίζοντες μὲ κάθε κίνησιν.

Ἐσήκωσεν τὸ κομμένο της κεφάλι ψηλὰ κι ἤρχισεν νὰ τσιμπουκώνη τοὺς προαναφερθέντας παφλάζοντας ἱστοὺς, ὁμοῦ μετὰ τοῦ ἀπομείναντος αἵματος εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ἀκρωτηριασμένου της λαρυγγιοῦ, οἱσοφάγου καὶ σαγονιοῦ, καὶ τὰ μεδούλια ἔλουον τὰ χείλη, στίλβοντα κόκκινης ὑγρότητος ἐν συγκρίσει μὲ τὴν ὁποίαν καὶ ἡ πιὸ κόκκινη πανσέληνος θὰ ὁμοίαζεν μουχλιασμένη, καὶ τὸ αἱματοβαμμένο του σαγόνι.

Κατόπιν ἐχρησιμοποίησεν τὸν μπαλτὰ ὡς τε νὰ κόψη εἰς μικρὰ κομμάτια τὰ ἀπομεινάρια τοῦ σώματός της ἵνα χωρέσουν εἰς τὴν κατάψυξιν ὅπου θὰ τὰ ἐναποθετοῦσε μέχρις ὅτου φαγωθοῦν τελείως. Ἡ ὀσμὴ ἦτο ἀηδιαστική, μὰ ἤνηκεν εἰς αὐτὴν. Τώρα θὰ ἦσαν γιὰ πάντα μαζύ, γιατὶ ἐκείνη θὰ εὑρίσκετο πάντοτε μέσα του. Γιατὶ τὴν ἠγαποῦσε ὅσον τίποτε ἄλλο...