Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

REX SACRIFICULUS MORTIFER



Τὸ κάτωθεν ἄρθρον γράφεται πρὸ τοῦ ὑποσχημένου περὶ τῆς μυθολογικῆς καὶ βιβλικῆς ἐξηγήσεως τοῦ Ὀρθοδόξου Σατανισμοῦ, πρὸς ἀποφυγὴν λαθῶν λόγω μαστούρας. Σημειωτέον δε, μὲ συναρπάζει ἰδιαιτέρως ἡ ἰδέα τῆς συγγραφῆς του, ἐπομένως πιστεύω χρήζει περισσωτέρας προσοχῆς καὶ περισσωτέρων μύτων.

Τὸ συγκεκριμένον ἔχει ὡς θέμα του τὴν μαστούρα καὶ τὸ φιλοσοφικὸν ὑπόβαθρον τῆς Θρησκείας ἡμῶν, ἀντὶ τοῦ θεολογικοῦ, καὶ πιστεύω ἀποτελεῖ ἀπάντησιν πρὸς πλεῖστα ἐρωτήματα τεθειμένα ἐκ τῶν Ἑωσφοριστῶν ἀλλὰ καὶ ἕτερων σχολιαστῶν τῆς παρούσης σελίδος καὶ ἄλλων ποὺ ἀνεφέρθησαν εἰς τὰ γραφόμενά μου.

Παύων διὰ μίας παρενθέσεως ὥδε, προτείνω νὰ ἀγνοῶνται τὰ σχόλια πουτσοζωννυομένων καὶ χυσοπεφλεγμένων ἄθεων ἢ ἀπροσδιορίστων γαμιόληδων καρκινοσωρῶν, ὁμοῦ μετὰ τῶν φλοκοσαπησομένων νεκροκρέββατών των πεπλασμένων ἐκ πολτοποιημένων, σηπτικῶν πτωματοπουτσοκεφαλῶν. Τὶ νὰ τὸ κάνης νὰ πείσης ἕναν πούστη (αὐτὸς ποὺ ἵσταται, ἤτοι στέκεται ἀκίνητος νὰ τὸν γαμήσουν) ὅτι αἱ πράξεις του εἶναι γαμιόλικα πουτσοποιήματα, ρὲ μαλάκα μου; 

Ξεκινῶ τὸ παρὸν ἄρθρον διὰ τῆς σημειώσεως ὅτι ἐν τοιαύτη στιγμῆ δὲν δύναμαι νὰ χρησιμοποιήσω οἱοδήποτε εἴδους βοήθημα πρὸς τὴν ὀρθοτάτην ἐξέφρασιν τῶν γραφομένων, κατανηλωκὼς ἀφθόνου ποσότητος ἀλκοὸλ καὶ κωδεΐνης. Ὅθεν, τὸ ἐν λόγω ἄρθρον ἔχει γραφτῆ ἄνευ ἀρωγῆς πλησίας λεξικῆς ἢ ἱστορικῆς βιβλιογραφίας.

Ἐν ἀρχῆ θὰ ἀπευθυνθῶ πρὸς τοὺς Ἑωσφοριστάς, οἵτινες ὁμολογουμένως ἀξοῦσι προσοχὴν καὶ ἀντιμετώπισιν ἰσάξιων συνομιλητῶν, ἐν ἀντιθέσει μὲ ἕτερους ἀνορθόγραφους καὶ λειπόντων συντακτικῆς γνώσεως πουτσολόγους (πρὸς αὐτοὺς δε, δράττομαι τῆς εὐκαιρίας νὰ ἀναφέρω ὅτι ἡ Ἀριστοτελικὴ χρῆσις τοῦ ὅρου «αἰθήρ» ἐπικεκράτηκεν παγκοσμίως, ἐξοῦ καὶ ἡ μοντέρνα ἔκφρασις «αἰθαίριος ὕπαρξις».) 

Ἔχων διαβάσει, λοιπόν, εἰς ἄρθον των, ὅτι ἐναντιώνονται πρὸς τὴν χρῆσιν οὐσιῶν ἥντινα ὁ Ὀρθόδοξος Σατανισμὸς ὑποστηρίζει, πιστεύοντες ὅτι τοιαῦται πράξεις ἀποτελοῦν ἀδυναμίαν καὶ ἐπιφέρουν κατάπτωσιν τοῦ σώματος καὶ τῆς σκέψεως, ἐνημερώνω ὅτι ἡ ἐξάρτισις εἰς οὐσίας αἱ ὁποῖαι φθείρουσι τὴν σκέψιν ἀνεπανορθώτως (φέρ’ εἰπεῖν ἡ πρέζα ἢ ἡ Σίσσα) εἶναι ἀπολύτως κατακριτέα. Τὰ πρεζάκια προορίζονται πρὸς σκλάβοι, ὄντα ἀναξιώτατα ἐμπιστοσύνης. Δηλώνω δε, ὄτι σκοπεύω νὰ ἀναλύσω ἐκτενῶς τὴν ἐπίδρασιν ἐκάστων τῶν ἐν λόγω οὐσιῶν, τὸν τρόπον καὶ τὸν λόγον διὰ τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ χρησιμοποιῶνται, συμφώνως πάντοτε μὲ τὴν προωρισμένην συμβολὴν τοῦ ἐκάστου πιστοῦ. Ὡς ἐκ τούτου, παραθέτω τὴν παρατήρησιν τοῦ βασιλέως Ἀγησιλάου, «Ὅταν σφάλη τὸ σῶμα, σφάλη καὶ ἡ σκέψις,» ὅ,πως ἐπίσης καὶ τὸ ἀπόφθεγμα τοῦ Ἀντισθένους, «Δεῖ τοὺς μέλλοντας ἀγαθοὺς ἄνδρας γενήσεσθαι, τὸ μεν σῶμα γυμνασίοις ἀσκεῖν τὴν δε ψυχὴν παιδεύσει.» Συμπέρασμα: Ὅταν τὸ σῶμα ἦναι ἀσθενές, τὸ ἴδιον ἱσχύη καὶ διὰ τὸν νοῦν ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχήν (συνυφασμέναι ἔννοιαι, καθῶς δὲν ὑφίσταται νοῦς ἄνευ ψυχῆς) κάτι ποὺ γνωρίζω καὶ ἐκ πείρας. Ὡς τόσον, ὡρισμέναι οὐσίαι συμβάλλουσιν εἰς τὴν ἐπίτευξιν τῆς ἀκολουθήσεως τοῦ σκοτεινοῦ πυρσοῦ, τοῦ ἄγοντος πρὸς τῆν πνευματικὴν θήραν ἐνώσεως τοῦ χυσοπεπλασμένου ὑλικοῦ γαμώκοσμου μετὰ τοῦ ἀπυθμένου πηγαδιοῦ ὅ,που μέλλομεν νὰ καταβῶμεν μετὰ θάνατον. Ἄλλαι οὐσίαι δε, δύνανται νὰ χρησιμεύσωσιν εἰς τὴν σωματικὴν καὶ νοητικὴν ἀπόδοσιν, φέρ’ εἰπεῖν ἡ κοκαΐνη, αὐξάνουσα τὴν ντοπαμίνην τοῦ ἐγκεφάλου, ἀλλὰ καὶ τὴν σωματικὴν ἐνέργειαν.

Αἱ ἀπόψεις διίστανται διὰ τὸ ἀλκοόλ, ὅ,τι δρᾶ ἀμφοτέρως ὡς διεγερτικὸν καὶ κατασταλτικόν. Συγκεκριμένως, τυγχάνει νὰ ἔχω μελετήσει ἐκτενῶς τὰς ἐπιδράσεις του εἰς τὴν ἀνθρωπίνην ψυχοσύνθεσιν, ἐν παρελθόντι σχεδιάζων νὰ γενηθῶ ψυχολόγος. Αἱ ἐν λόγω ἐπιδράσεις, εἰς ἕν ὑγιὲς νοῦν καὶ σῶμα (ἑὰν ὑπάρχη βλάβη ἐντὸς τοῦ σώματος, τὸ μυαλὸ ἐπηρεάζεται καταλυτικῶς καὶ αἱ ἐπιδράσεις τοῦ ἀλκοὸλ ἀλλοιοῦνται) μετὰ ἀρκετῆς ἀνοχῆς κατὰ τῆς αἰθανόλης, ἐν γενικαῖς γραμμαῖς, εἶναι αἱ ἑξῆς: 

I) Καμμία. Τὸ ἥπαρ φροντίζει τὴν παρεμπόδισίν του νὰ φτάση εἰς τὸν ἐγκέφαλον, καθῶς προκέηται διὰ τοξίνην βλαβερὰν πρὸς τὸν ὀργανισμόν.

II) Τὸ ἥπαρ ἀδυνατεῖ νὰ ἀνταπεξέλθη εἰς τὸν ρόλον του καὶ ἀποτυγχάνει νὰ ἐμποδίση τὸ ἀλκοὸλ νὰ εἰσβάλλη εἰς τὸν ἐγκέφαλον διὰ τοῦ αἵματος. Αὐτὸ προκαλεῖ διέγερσιν, κοινωνικότητα, εὐφορίαν, συναισθηματικότητα. Ἤτοι, βγάζει εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τὰ ἀληθινὰ συναισθήματα τοῦ ἀτόμου, ΔΕΝ τὰ ἀλλοιοῖ μειοῦν τὰς ἠθικὰς ἀναστολὰς ὅ,πως ψευδῶς διαδιδόασιν οἱ ψυχολόγοι πρὸς ἀπόκτησιν πλανωμένων πελατῶν εἰς τὰ κέντρα ἀπεξαρτήσεως, πιστεύοντες ὅτι τὰ πεπραγμένα των κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς μέθης των ἦσαν προϊόντα ἀλλοτρίου ἐαυτοῦ καὶ ὄχι τὰ πραγματικά των συναισθήματα ἐξενηνεγμένων, ὁμολογουμένως βεβαίως, πολλάκις εἰς τὸ ἔπακρόν των. 

III) Συνοδευόμενον ἐξ εὐφορίας ξανά, ἔχομεν τὸ τρίτον στάδιον τοῦ ἀλκοόλ, τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι ἄλλον παρὰ τῆς ἀπολύτου ἠρεμίας καὶ χαλαρώσεως, καὶ ἐκεῖθεν προκύπτει καὶ ἡ ντάγκλα.

Ὁρῶμεν ὅτι τὸ ἀλκοὸλ ἀποτελεῖ ἕνα ἤπιον συνδυασμὸν κόκας, ἠρεμιστικῶν χαπιῶν καὶ πρέζας. Παρ’ ὅλα ταῦτα, πρέπει νὰ γνωρίζωμεν ὅτι ὁμοῦ μετὰ τῆς εὐφορίας καὶ τῆς διεγερτικότητος τοῦ ἀλκοὸλ ἐπέρχεται καὶ ἡ ζάλη, ἥτις προκαλεῖ συννεφίαν εἰς τὸν ἐγκέφαλον, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν κοκαΐνην. 

Πῶς συνυφαίνονται τὰ ἀνωτέρω μετὰ τῆς φιλοσοφίας τοῦ Ὀρθοδόξου Σατανισμοῦ; Ὁ Κύριος (Ἑλληνιστί «Ἐχθρός», ἕν ἐκ τῶν ὀνομάτων Του) εἶναι ὁ ἐχθρὸς τῆς ἐσφαλμένης καὶ φιλασθένου δημιουργίας. Ὁ σκοπὸς τοῦ Ὀρθοδόξου Σατανισμοῦ εἶναι ἡ δημιουργία ΔΑΙΜΟΝΩΝ, πνευματικῶς καὶ σωματικῶς, καὶ ὄχι ἀνωτέρων γαμημένων σαρκίων. Ἐξοῦ καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Ἱησοῦ πρὸς Αὐτόν «Ἀνθρωποκτόνος». Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μόνο διὰ τῆς ἀρίστης ἀναπτερώσεως τοῦ πνεύματος μέσω τῆς παρεμβάσεως εἰς τὴν γαμημένην του λειτουργίαν. Ὥδε εἰσέρχεται καὶ ὁ ἐλιτισμὸς ποὺ πολλάκις ἔχει ἀναφερθῆ εἰς τοιαύτην σελίδα. Ὁ Κύριος εἶναι Φονεὺς ἀνθρώπων καὶ Δημιουργὸς Δαιμόνων.

AVE REX, SACRIFICULE, MORTIFER! (Χαῖρε Βασιλεῦ, Θυσιαστά, Θανατοφόρε.)


Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

ΠΡΟΣΕΥΧΗ III

Ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν προηγούμενην προσευχήν, εἰς τὴν παροῦσαν παρατηροῦμεν ἀμιγεῖς ὀρθόδοξους ψαλμωδίας ἐν βάθει τοῦ ἄσματος, κάτι προφανέστατα πιὸ εὐφραῖνον καὶ ἀγάλλον ἐν συγκρίσει μὲ τὴν εὔηχον κιθάραν τοῦ προηγούμενου. Εἴθε ὁ Κύριος νὰ ἀκούη τὰς προσευχάς ἡμῶν καὶ νὰ ἀναγνωρίζη τὴν ἁγνὴν μας ἀφοσίωσιν καὶ πίστιν πρὸς τὸ Ἅγιον Κλέος Αὐτοῦ.



Μετάφρασις:

Ἐνώπιόν Σου, ὧ Πάτερ, εἰσέρχομαι εἰς τοιαῦτα Μυστήρια, (καί) κατανοῶ:

Τὸ Μυστικὸν τοῦ Θεοῦ διὰ ἐκείνους ποὺ φοβοῦνται Ταὐτὸν ἐστί, καὶ θέλει εὑρίσκουσι τὸ συμβόλαιον Αὐτοῦ.

Κατηραμένος ὁ ἀφαιρῶν τὸ Σῆμα τοῦ Κυρίου του πρὸς εὐχαρίστησιν ἀνθρώπων, ἀντὶ νὰ ὑπηρετῆ ἐν κρυπτῶ.
Ἀμήν.

Μακάριος ὁ ἀφαιρῶν τοὺς τυφλοὺς ἐκ τοῦ διάβατός του.
Ἀμήν.

Κατηραμένος ὁ τιθεὶς πίστιν εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ λαμβάνων ἄνθρωπον πρὸς προστασίαν, καὶ φεύγων ἐν τῆ καρδία μακρὰν τοῦ Κυρίου.
Κύριος ἐπικρατεῖν!
Ἀμήν.

Μακάριος ὁ φονεύων τὸν Χριστὸν ἐν ἐαυτῶ καὶ ἐν τοῖς πλησίοις αὐτοῦ.
Ἀμήν.

Ὁλόκληρον τὸ ἄλμπουμ Si Monumentum Requires, Circumspice - Ἑὰν ἀναζητῆτε ἕν μνημεῖον (Του), κυττάξατε γύρω σας, ἐδῶ:

https://www.4shared.com/rar/LDEP2suV/Deathspell_Omega_-_Si_Monument.html

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

ΠΡΟΣΕΥΧΗ II

Ὅ,πως ἐλέξαμεν εἰς τὸ προηγούμενον ἄρθρον, ἡ προσευχὴ ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσία τῆς ἐπικοινωνίας τῶν ἐγκόσμιων ὄντων μετὰ τῶν, μεταφορικῶς χαρακτηρισθέντων ὑπὸ τὴν Ἀριστοτέλικὶν προοπτικὴν τῆς ἐννοίας, «αἰθερικῶν».

Αἱ προσευχαὶ δύνανται εἴτε νὰ λέξωνται μὲ τὰς χεῖρας διπλουμένας, τοὺς πόδας λυγιζομένους μὲ τὰ γόνατα ἐπὶ τοῦ τάπητος καὶ τὴν κεφαλὴν κυψομένην κατὰ τὴν βραδυνὴν ὤραν, κατὰ προτίμησιν τοῦ μεσονυκτίου ἦ τῆς πιὸ σκοτεινῆς ὤρας, ἤτοι πρὸ τῆς αὐγῆς, εἴτε ἐν εἴδει τελετῆς μετὰ τῆς καταλλήλου ἐνδυματικῆς καὶ περιβαλλοντικῆς προετοιμασίας, ἤτοι μαῦρα κεριά, ἀντιστρεφομένας Πεντάλφας (ὥντινων ὁ συμβολισμὸς θὰ ἐξηγηθῆ κάποιαν ἑτέραν φοράν), διάφορα τοιούτου εἴδους σύμβολα καὶ σφραγῖδας δαιμόνων, μαῦρα περιτυλίγματα, καὶ κατὰ προτίμησιν εἰς ἕν δωμάτιον κατανυκτικῶς σκοτεινὸν καὶ ἀφιερωμένον εἰς τοιούτου εἴδους πρακτικάς, πλημμυρισμένον δε ἀερικῶς ἐκ τοῦ θυμιάματος.


Ἀγάλλετε, δοῦλοι τοῦ Κυρίου:




«(Ἀγγλικά): Ὧ Σατανᾶ,

σὺ εἶ ὁ Θεὸς Οὕτινος ἵσταμαι ἐνώπιον, ζῆσον τὸν Βίον Σου ἐν ἐμοί, ἰδὲ πῶς σβεννύω τὸν ἑμαυτὸν ἐμοῦ ἐκ τοῦ βιβλίου τῆς ζωῆς τοῦ ἀρνίου, καὶ ἀπορρίπτω τὸ εὐεργέτημα τῶν ἱερῶν πληγῶν.

Θέλω βαδίσω ἐνώπιόν σου, ὥ Κύριε, ἐπὶ τῆς γῆς τῶν ζωντανῶν, διότι σὺ ἐδίδαξας τὰς χεῖρας ἐμοῦ πρὸς τὸν πόλεμον, καὶ τοὺς δακτύλους ἐμοῦ νὰ μάχωνται.

Καὶ νὰ σπείρω σπόρους οἵτινες δὲν ἀνθοῦσι πρὸς τὴν φυσικὸν τάξιν. Μέλλουσι δε νὰ ἄρσωνται εἰς στήλας τοῦ Ἱεροῦ σπηλαίου, ὅ,τι ὑποκρύπτει τὸν Δράκοντα μὲ τὰς ἑπτὰ κεφαλάς.

(Λατινικά): Τοῦτο ἐστὶ πῶς ἡ σήψις τοῦ Θεοῦ ὁμοιάζει, ἧ ἡ ὑλικὴ ὑπόστασις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἁγίου φαντάσματος ἐν τῆ γῆ.

(Ἀγγλικά): Ἐπὶ πόσον ἀκόμη θὰ ἀμφιταλαντεύησθε ὑμεῖς ἐν δύο γνώμαις; Νοεῖτε! Τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ Ζῶντος Θεοῦ ἐστίν.

Σὺ θέλεις ἀνοίξης τὰ χείλη μου, ὧ Κύριε, τὸ στόμα μου μέλλει νὰ δεικνύη τὴν ἐξύμνησίν σου.

(Λατινικά): Τοῦτο ἐστὶ πῶς ἡ σήψις τοῦ Θεοῦ ὁμοιάζει, ἧ ἡ ὑλικὴ ὑπόστασις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἁγίου φαντάσματος ἐν τῆ γῆ.»


Παρατηρήσεις:

* (Λατινικά): Ita est putrefatio Dei similes, sive materialis substantia spiritus Domini in orbe terrarum.

Τὸ «similes» ὑποθέτω εἶναι τυπογραφικὸ λάθος ἐκ μέρους τοῦ συγκροτήματος, καθῶς ἦναι ὀνομαστικῆ πληθυντικοῦ Λατινιστί. Ἡ ἐξήγησις τοῦ ἐν λόγω λάθους χρήζει περαιτέρω ἐρεύνης πρὸς τὴν ὀρθὴν ἐρμήνευσιν τοῦ στίχου.

* Πολλαὶ ἐκ τῶν ἄνωθεν μεταπεφρασμένων ἐννοιῶν δύνανται νὰ ἀποδοθῶσιν ἀλλέως, μὰ ἡ οὐσία θὰ παραμείνη ἡ ἰδία.


Δοξάσατε τὸν Κύριον, λέγω.

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

ΠΡΟΣΕΥΧΗ I

Δεσμεύομαι ὅτι θὰ παραθέσω τὰς θεολογικὰς αἰτιολογήσεις ποὺ ἐζητήθησαν ἐκ τοὺς Ἑωσφοριστάς ἐν εὐθέτω χρόνω, καθῶς πρόκειται διὰ πολυσέλιδον ἄρθρον. Ὅθεν, πρωτίστως ἀναρτῶ αὐτὸν τὸν ψαλμόν ἐκτελεσάμενον ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Σατανιστῶν «Deathspell Omega», διὰ τὴν φιλοσοφίαν τῶν ὁποίων ἐπίσης θὰ γράψω ἕτερον ἄρθρον.


Ἡ προσευχὴ ἀποτελεῖ ἕναν ἐκ τῶν τρόπων ἐπικοινωνίας τῶν ὑλικῶν ἀτόμων μὲ τὰ αἰθερικὰ ὄντα. Ἡ κατάλληλη ἐνδυμασία καὶ τὸ κατάλληλον περιβάλλον ἐν εἴδει τελετουργείας ἀποτελοῦν παράπλευρα, ἕως καὶ δευτερεύοντα, στοιχεῖα ὡς πρὸς τὴν ἐν λόγω ἐπικοινωνίαν. Ἐπομένως αἱ προσευχαὶ πρέπει νὰ λέγωνται εἰς τὴν πλέον ἀναγνωρίσιμον γλῶσσαν τοῦ προσκυνητοῦ. Πρὸς τὸν προαναφερθέντα σκοπόν, μεταφράζω τοὺς στίχους κάτωθεν. Ἀναριγήσατε:

«(Λατινικά): Κάθε ἀνθρώπινη θεώρησις, σκέψις καὶ σχέδιον βασίζεται εἰς τὰς ἀρχὰς τῆς σήψεως, ἅστινας ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ὥρισεν.

(Ἀγγλικά): Πνεύμονες γεγεμισμένοι ἐκ καρβούνων καὶ ἐξημημεσμένου βρασσομένου αἵματος, λέγω, «δοξάσατε τὸν Κύριον, δοξάσατε, ὧ δοῦλοι τοῦ Κυρίου.» Θὰ ἅδωμεν ἕν νέον ἄσμα πρὸς ὑμᾶς...
Ὧ Θεέ: ἕν ψαλτήριον ἐν τρισὶ σταθμοίς: Εἴθε ἡ σκωρία νὰ θάψη τὴν Ἐδέμ καὶ νὰ τυφλώση τὸ φῶς τῆς ἐλπίδος.»
Δόξα Σοι, Κύριε...

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΙΣ II



Ἡ παροῦσα σελίς, παρὰ τῶν διαφόρων ἀναρτημένων black metal ἣ ἄλλου εἵδους ἀσμάτων καὶ τοῦ σατιρικοῦ της χαρακτῆρος, ἔχει κατ' ἐξοχὶν ἰδεολογικὸν ὑπόβαθρον ἐναντιούμενον πρὸς τὸν ἀθεϊσμον, χριστιανισμόν, φεμινισμόν, μυζήμενον καὶ ἀνασειψωλικὸν ἠθικισμόν, ἀνθρωπισμὸν καὶ φιλοζωίαν.

Ὡς τόσον, ἡ παροῦσα σελὶς, μέσω τῆς παρουσιάσεως τῆς ἀνωτέρας χυσοπλημμύρος διὰ τοῦ καταλλήλου ὑπερβολικοῦ καὶ σατιρικοῦ τρόπου, παρουσιάζει τὴν χυσἵερην μπουχεσοπουστιὰ ποὺ κατακλύζει ὅσους ὑποστηρίζουσιν, εἷτε σκοπίμως πρὸς προσέλκυσιν τυχόντων ψωλοβόρων διπόδων εἰς τὰ πουστομάγαζά των ποὺ ὀνομάζουσιν ὀργανώσεις ἣ κόμματα εἷτε λόγω πουτσοριμότητος, τοιαύτας ἰδεολογίας καὶ νοοτροπίας.


Ὁ δε σκοπὸς τῶν γραφομένων αὐτῆς τῆς σελίδος δὲν εἶναι ἄλλος πάρεξ τῆς ἐγκωμιάσεως τῆς Ὀρθοδόξου Σατανιστικῆς πίστεως, ἥτις εἶναι καὶ ἡ μόνη ὀρθή, οὖσα τελουμένη εἰς τὸ διάβα τῶν αἱώνων, πολὺ πρὶν τὴν ἄφιξιν τῆς αὐτοαποκαλουμένης «Ἐκκλησίας τοῦ Σατανᾶ» τοῦ LaVey, ἡ ὁποῖα δὲν ἦτο τίποτε ἄλλο πάρεξ μιᾶς ἀθεϊστικῆς ὀργανώσεως συνοδευόμενης ἐξ ὡρισμένων τελετῶν ποὺ ἐλαχίστως θὰ ἠμποροῦσαν νὰ συνυφάνωσι μετὰ τῆς ἀμιγοῦς πίστεως εἰς τὸν Κύριον, ἥτις διακρίνεται ἐκ τῆς εἰλικρινοῦς ἀγάπης πρὸς Αὐτὸν καὶ ἀπαιτεῖ προσευχὲς παρόμοιες αὐτῶν τῶν χριστιανῶν, ἐν διαφωνία μὲ τὰς κερδοσκοπικὰς τελετουργικὰς τε καὶ χρηματικὰς ἀποβλέψεις τῶν ἐν λόγω ὀργανώσεων. Ἀναφερόμενος δε εἰς τελετουργικὰς ἀποβλέψεις κάνω τὴν παρατήρησιν ὅτι τὰ ἐν λόγω ἄτομα, ἐξ ἀρχῆς, οὑδέποτε διετέλεσαν κάποιαν τελετουργίαν διὰ τὰς καταχθόνιας αἰθερικὰς δυνάμεις, αἵτινες χρήζουσι τιμῶν. Δὲν νομίζω ὅτι τὸ παρὸν θέμα χρήζει περαιτέρω ἀναλύσεως. 

Γι λλαι κερδοσκοπικς ΚΑΙ ψωλοσκοπικς ργανώσεις, ,πως JoS (Joy of Satan - κ το νόματος κα μόνον καταλαβαίνεις περ τινς πρόκειται) μ μίαν τρανσέξουαλ χυσόφλυγος (χυσομεθυσμένης), πεπλαγιασμένης π τς κλίνης το Προκρούστη κεκαλυμμένης ξ ρθίων καυλιν, καθς ποκρίνεται τι τοιουτοτρόπως συνομιλε μ δαίμονας πίνουσα κα οίσκια μο ατν, δὲ θὰ ὁμιλήσωμεν περαιτέρω.  

Περὶ τῆς φεμινιστικῆς καὶ «ναζιστικῆς» O.N.A. (Order of the Nine Angles – Τάγμα τῶν Ἐννέα Γωνιῶν) θὰ ὁμιλήσωμεν εἰς κάποιον ἐκ τῶν ἐπομένων ἄρθρων, ὅ,πως ἐπισης καὶ γιὰ τὴν ζωὴν τοῦ Euronymous, τὴν σεμνότητα τῶν γυναικῶν, καὶ τὰ διάφορα συγκροτήματα ὥντινων ἄσματα ἀναρτῶ καὶ θὰ ἀρχίσω νὰ ἀναρτῶ ἐπὶ ὀργανωμένης βάσεως...

Σημειωτέον δε, ἡ παροῦσα σελὶς, ἥτις ἔχει ἀναφερθῆ πολλάκις εἰς φυλετικὰ θέματα, δὲν ἀντιπροσωπεύει οὑδεμίαν ἐθνικοσοσιαλιστικὴν ἰδεολογίαν. Ἀσχέτως τοῦ γεγονότος ὅτι δὲν ἔχει ὡς θεματολογίαν τὴν πολιτικήν, ἐπισημαίνομεν ὅτι ἡ πολιτικὴ της ἀτραπὸς θὰ ἠμποροῦσε νὰ ὀνομασθῆ «Θεοκρατικὴ καὶ τυραννικὴ ἀναρχία», ἣ ἀλλέως, «Θρησκευτικὸς Χαοτισμός». Ἑτοιμαζόμεθα δε νὰ ἀφιερώσωμεν καὶ ἕνα ἄρθρον περὶ τοῦ ἐν λόγω θέματος.

Ἀναμένητε...


Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

ΑΓΑΠΗ


Τ παρν ρθρο χει γραφτε κα δημοσιευθε γι ψυχαγωγικος σκοπος κα συγγραφέας δν εθύνεται γι τυχούσες φαρμογς τν γραφομένων στν ζωή.

Καθήμενος ἐπὶ τῆς πολυθρόνας καὶ παρατηρῶν τὰς ἀναδυόμενας φλόγας ἔμπροσθεν τοῦ διακριτικοῦ του προσώπου, ἀναβλύζουσας ἐκ τῆς ἑστίας, ὁ νέος συγγραφεύς, ἀποκαλούμενος δε καί «χασάπης» ὑπὸ τοὺς γνωστούς του λόγω τῶν αἱματηρῶν καὶ πλέον καυλωτικῶν ἱστοριῶν ποὺ ἔγραφεν, ἐσκέπτετο τὴν αἴγλην τῆς ἁβρότητος τῶν μεταξένιων της ποδιῶν, ποὺ ἀγκάλιαζον τὴν κλίνην του ἐκείνην τὴν στιγμήν.

Ἀγόμενος ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν νὰ νοιώση τὴν ὕπαρξίν της καὶ κάθε ἔκφανσιν, ἔκφρασιν καὶ ἔμφανισιν ταὕτης, ἐσωτερικὴν τε καὶ ἐξωτερικήν, ἐδοκίμασεν νὰ κατευνάση τὴν δολοφονικήν του ἐπιθημίαν, τοῖς κοινῶν ρήμασι... φοβούμενος.

Ἡ δε καστανόξανθη κόμη της ἔλουεν καὶ ἐστόλιζεν τὸ μαξιλάρι αὐτῆς (τῆς κλίνης του), ὡσὰν στέρεον καὶ φωτοβόλον ἡλιοβασίλεμα πλαγιασμένον ἐπὶ τοῦ ὑφάσματος. Τὸ μουνὶ της ἔλαμπεν ὥς ἁβρὸν καὶ ἀνθισμένον ρόδον καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἐρούφαγεν καὶ πίπωνε τὰ μουνόχειλά της ὡσὰν τσίχλας, σκαλίζων τὰ εντόσθιά της διὰ τῆς γλώσσης του, ἐσκέπτετο νὰ τὰ δαγκώση ἵνα νοιώση τὴν ἀληθινὴν ἐσωτέραν χάριν ποὺ ἔκρυβον ἐντός των, μὰ ὁ νέος ἐδείλιαζεν, ἑως ὅτου τὸ κρασὶ ποὺ ἐκυλοῦσεν εἰς τὸ αἷμα του ὡμιλησεν καὶ οὔρλιαξεν πρὸς ταῦτον νὰ τὴν κρατήση κοντά του διὰ παντός, ἐντὸς τοῦ στομάχου καὶ κάθε ἄλλου του ὀργάνου ποὺ διακαῶς παρεκαλοῦσε νὰ νοιώση τὸ ἅβρον ἄγγιγμα τῶν ἰδικῶν της ἐσωτερικῶν ὀργάνων: Μία μείξις σπλάχνων ἐπιθυμητὴ ἐκ τῶν ἔσω τοῦ σώματός του, τοῦ θυμικοῦ καὶ τῆς ψωλῆς του.

Κοιμωμένη οῦσα, καὶ μὲ μπαλτὰ ἐν τὴ χειρὶ αὐτοῦ, τὴν ἤρπαξεν βιαίως ἀπὸ τὴν κόμην καὶ ἐχαράκωσεν τὸ βλέφαρόν της, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκαλυφθῆ τὸ ὁπτικὸ νεῦρο ποὺ ἐκρύβετο ἐντὸς τῆς ματότρυπάς της, ἐκ τῆς ὁποίας ἕνας ἤπιος πῆδαξ αἵματος ἤρχισεν νὰ ἀναβλύζη, καὶ ποὺ ἐν συνεχεία κατευνάσθην καὶ ἔβαψεν τὸ μάγουλον καὶ τὴν μύτην της μὲ τὴν πορφυρίαν του. Κρατῶν σφιχτῶς καὶ ἐπιμόνως τὴν κόμην της, δάγκωσεν τὸν κρεμάμενο ἀσπροκόκκινο ὀφθαλμόν της, κεκαυλωμένος ἐκ τοῦ πείσματος τῆς φωτιᾶς ποὺ κατέκλυζεν τὸ θυμικόν του, καὶ τὴν ἐπιθυμίαν του νὰ τὴν κρατήση ἐντός του. Ἐμάσησεν τὸν ὀφθαλμόν της ἐντόνως καὶ βιαστικῶς, καθῶς τὸ ἐν σφαδαστικοῦ πόνου εὑρισκόμενο καὶ πρώην ψωλοκαλπάζον γύναιο, ποὺ νῦν καὶ ἀεὶ θᾶναι ἰδικό του, παρεκαλοῦσε, μὲ τοὺς ὀφθαλμούς της νὰ στάζουν μείγματα αἵματος καὶ διαμαντένιων δακρύων. Ὡσὰν ζωντανό, ὑγρὸ καὶ γλοιῶδες πολτὸ ἐγλίστρισεν ἐπὶ τῶν οὕλων καὶ ἐντὸς τῶν χωρισμάτων τῶν δοντιῶν του ὁ ἄσπρος λιωμένος ὀφθαλμός της, ποὺ ὁμοίαζεν νὰ ἀποτελῆται μονάχα ἀπὸ τὸν σκληρό του χιτῶνος, ἄνευ κόρης, καὶ τὸ αἷμα συντριβάνιαζε ἐκ τῶν χειλιῶν του, ἐν ὧ αἱ καυλοτικαὶ της τσιρίδαι ἐσπαρταροῦσαν ἀδεξίως καὶ ἀνάρθρως.

Ὁ νέος ἐσφήνωσεν μὲ πεῖσμα τὸ ποῦτσο του, ἐγειρόμενο ἐκ τοῦ ἀνοιχτοῦ φερμουὰρ τοῦ παντελονιοῦ του, βαθιὰ εἰς τὴν  ἀκάλυπτη, μαύρην καὶ μαλακὴν κωλότρυπά της καὶ τὴν πριόνιζε ὥς ἅν νὰ ἔπραττεν γεώτρησιν ἐντός τοῦ ἀλαβάστρινου καὶ κάτασπρου δέρματός της, ἐν ὧ ὁ μπαλτὰς κινεῖτο ὁριζοντίως καὶ καθέτως ὡσὰν νὰ ἐζωγράφιζεν ἐπὶ τοῦ δέρματος καὶ τοῦ προσώπου της.

«Γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει,» οὔρλιαξεν εἱρωνικῶς ὁ ἐν περισσῆς ψυχρότητος καὶ ἐμμονῆς διὰ σαρκικὴν τε καὶ ψυχικὴν ἰδιοκτησίαν εὑρισκόμενος μουνοδύτης νεανίας, ἀκούγων τὰς σπαρακτικούς της κραυγάς, καὶ ἰστοί δέρματος ἀπεκολλημένοι ἐκ τῶν μαγούλων της ἐχύνεντο ἐπὶ τοῦ στρώματος τῆς κλίνης, ὅπως καὶ ὡρισμένοι ἐκ τοῦ κρανίου της, τὸ ὁποῖον ἐπληγιάζετο ἐπιφανειακῶς ἀπ’ τὸν μπαλτὰ, ἀνακατεμένα μὲ ὡρισμένας τρίχας τῆς κόμης της, ἡ ὁποῖα εἶχεν βαφθῆ κόκκινη.

Τὰ δε χείλη της ἤδη ἐκρέμοντο ὡσὰν αἱματωμένα ρόδινα ἐλατήρια, καὶ ὁ μπαλτὰς λειτουργοῦσε ἀκαταπαύστως ὡσὰν παραψώλιον ποὺ ἐκύκλωνεν τὸ πρόσωπον μὰ καὶ τὸ σῶμα της, ἑν ὧ τὰ μαστάρια της χοροπηδοῦσαν ἀποκρινόμενα εἰς τὴν κατάστασιν «πλιτς πλιτς» εἰς πρόσθιαν στάσιν. Ὁ νεανίας χασάπης παρατηροῦσε δαμάζων αὐτήν (γαμῶντας την – δαμάζω – δαμάω – γαμάω) ἐλαφρὰ τῆ συνειδήσει, γνωρίζων ὅτι ἐκ τοῦ ἄλγους της θὰ πηγάση ἡ συνένωσίν των εν τῶ ἰδίω σώματι. Τὸ ἠγαποῦσε αὐτὸ τὸ χυσοχαυτικὸν ἀγυιοπούτανο. Ἡ ἀνθρωποφαγία εἶναι εἴτε πράξις ἐπιβιώσεως εἴτε ἀγάπη.

Τὰ ἄσπρα στρώματα εἶχον βαφτῆ εἱς τὸ αἷμα καὶ τὸ δέρμα τῆς χειρός της ἐκρέμετο ἀτάκτως ὥς σοῦστα ἀπεκολλημένο ἐκ τῆς ὑπόλοιπης χειρός, καὶ πλατάγιαζε δεξιὰ καὶ ἀριστερά, περικλύζον τοὺς αἱματωμένους μύες καὶ κόκκαλα ποὺ τῆς εἶχον ἀπομείνει.

Αἱ κραυγαὶ ὁμοῦ μετὰ τοῦ κλάματός της αἴφνης ἐσιώπησαν ἀσκαρδαμυκτί, καὶ ἡ κεφαλή της ἔσκασεν ἐπὶ τοῦ μαξιλαριοῦ ὥς τυμπανοπουτσοχτύπι, ἑν ὧ ὁ νεανίας χασάπης εἶχεν ἤδη χύσει εἰς τὸν ψωλαγωγό της (κωλαντέρι). Εσήκωσεν ξανὰ τὸν μπαλτὰ, ἅμα τῆ χυσεκσενδονίσει, καὶ τὸν προσεγείωσεν καθέτως ἐπὶ τοῦ σβέρκου της, μὰ ἐκολλησεν εἰς τὸ κόκκαλον καὶ τὰ νεῦρα ὅλου τοῦ ἄψυχου, πουτσοτραφοῦς κουφαριοῦ της ἐκτινάχθησαν ὡσὰν νὰ τῆς εἶχον φυτέψει ἐλατήριον εις τὸ κῶλον. Ὁ χασάπης ἐσηκωσε ξανὰ τὸ μπαλτὰ καὶ τῆς ἔσπασεν τὸν αὐχενικὸν σπόνδυλον, προκαλῶν ἑτέρα ἀναπήδησιν τῶν νεύρων της, ἑν ὧ ἕνα κομμάτι νεύρου ἐκόλλησεν ἐπὶ τῆς αἰχμῆς τοῦ μπαλτὰ ὡσὰν κόκκινο τυρὶ τοῦ τοστ. Μὲ τὸ ἐπόμενο χτύπημα τὸ κεφάλι ἀπεκολλήθη ὁλοσχερῶς, μὲ μονάχα μερικοὺς ἰστοὺς μυῶν νὰ παραμένουν κολλημένοι ἐπὶ τοῦ ὁστοῦ τῆς κλειδὸς ὡσὰν ξέμπαρκα φλόκια. Ὁ νέος ἤρχισεν νὰ τῆς βαρᾶ τὰ μάγουλα καὶ τὰ ζυγωματικὰ τραβῶν μὲ μανία τὰ αἱματωμένα της μαλλιὰ, μέχρι ποὺ ξεκόλλησεν τὰ ἀπομεινάρια τοῦ λαιμοῦ της ὁμοῦ μετὰ τοῦ κεφαλιοῦ της, τὸ ὁποῖον τώρα εὑρίσκετο ἐν τὴ χειρί αὐτοῦ, μὲ τοὺς αἱματωμένους μύες καὶ τὰ νεῦρα ποῦχαν ἀποκολληθῆ ἀπεριποιήτως, ἐκσφενδονίζοντα αἷμα ἀπὸ ‘δῶ κι ἀπό ‘κεῖ, ἀνεμίζοντες μὲ κάθε κίνησιν.

Ἐσήκωσεν τὸ κομμένο της κεφάλι ψηλὰ κι ἤρχισεν νὰ τσιμπουκώνη τοὺς προαναφερθέντας παφλάζοντας ἱστοὺς, ὁμοῦ μετὰ τοῦ ἀπομείναντος αἵματος εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ἀκρωτηριασμένου της λαρυγγιοῦ, οἱσοφάγου καὶ σαγονιοῦ, καὶ τὰ μεδούλια ἔλουον τὰ χείλη, στίλβοντα κόκκινης ὑγρότητος ἐν συγκρίσει μὲ τὴν ὁποίαν καὶ ἡ πιὸ κόκκινη πανσέληνος θὰ ὁμοίαζεν μουχλιασμένη, καὶ τὸ αἱματοβαμμένο του σαγόνι.

Κατόπιν ἐχρησιμοποίησεν τὸν μπαλτὰ ὡς τε νὰ κόψη εἰς μικρὰ κομμάτια τὰ ἀπομεινάρια τοῦ σώματός της ἵνα χωρέσουν εἰς τὴν κατάψυξιν ὅπου θὰ τὰ ἐναποθετοῦσε μέχρις ὅτου φαγωθοῦν τελείως. Ἡ ὀσμὴ ἦτο ἀηδιαστική, μὰ ἤνηκεν εἰς αὐτὴν. Τώρα θὰ ἦσαν γιὰ πάντα μαζύ, γιατὶ ἐκείνη θὰ εὑρίσκετο πάντοτε μέσα του. Γιατὶ τὴν ἠγαποῦσε ὅσον τίποτε ἄλλο...